Διαρθρωτικο «αγκαθι» ο ακριβοσ δανεισμοσ για την οικονομια & την ανταγωνιστικοτητα

22 ιουνιου 2025

Ιουλία Τσέτη

Έχουν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και παρά την επιστροφή της χώρας σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης, ένα από τα αγκάθια που εξακολουθεί να υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει το υψηλό κόστος δανεισμού. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβότερα επιτόκια σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές, γεγονός που δημιουργεί σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα, εμποδίζοντας μεταξύ άλλων, την ταχύτερη ανάπτυξή τους.

Το διαρκές πρόβλημα των υψηλών επιτοκίων

Η πρόσφατη έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνει ότι παρά τις διαδοχικές μειώσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ορισμένα από τα υψηλότερα επιτόκια χρηματοδότησης στην ευρωζώνη.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα νέα επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα έχουν μέσο κόστος 4,3% συγκριτικά με 3,93% στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά έχει τεράστιες επιπτώσεις στο κόστος λειτουργίας και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Παρόλο που η κατάσταση έχει βελτιωθεί σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2023, όταν τα επιτόκια έφταναν το 6%, το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει αισθητό. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό είναι το γεγονός ότι η ζήτηση για δάνεια από τις ελληνικές επιχειρήσεις παραμένει υψηλή, ενώ στην υπόλοιπη Ευρωζώνη παρατηρείται η αντίθετη τάση.

Οι αιτίες μιας δομικής παθογένειας

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να δανείζονται με υψηλότερο κόστος. Οι λόγοι είναι πολυδιάστατοι και αφορούν τόσο εγχώριους όσο και διεθνείς παράγοντες.

Πρώτον, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ελληνικές τράπεζες, παρά τη σημαντική μείωσή του, εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν συντηρητικότερη τιμολόγηση για να καλύψουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο.

Δεύτερον, οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, παρά τις αναβαθμίσεις, εξακολουθεί να καθορίζει το κόστος χρηματοδότησης όλων των οικονομικών οντοτήτων.

Τρίτον, η Ελλάδα θεωρείται ακόμη επενδυτικός προορισμός υψηλότερου κινδύνου, με αποτέλεσμα το λεγόμενο “country risk” να επηρεάζει αρνητικά το κόστος δανεισμού.

Τέταρτον, η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους, με περιορισμένες εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη.

Επιπρόσθετα, ένα ακόμη ανησυχητικό φαινόμενο είναι ότι οι μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν μεταφέρονται στο ακέραιο στα επιτόκια των τραπεζών. Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων δανείων και καταθέσεων υπερβαίνει το 5,7% στη χώρα μας, όταν στις άλλες χώρες του ευρώ εντοπίζεται στο 3-3,5%.

Τα δεδομένα αυτά αποτελούν ένδειξη ότι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Ενώ η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών μετά την κρίση είναι κατανοητή και αναγκαία, η επιβάρυνση των επιχειρήσεων με υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά τους.

Η σημασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τον ΣΕΒ

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) καθίσταται καθοριστικός. Ως ο μεγαλύτερος φορέας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, ο ΣΕΒ οφείλει να αναλάβει ακόμη ενεργή δράση για την αντιμετώπιση αυτού του διαρθρωτικού προβλήματος.

Η προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης αποτελεί προτεραιότητα. Ο ΣΕΒ μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς και στην προσέλκυση κεφαλαίων venture capital και private equity. Μια πιο ώριμη κεφαλαιαγορά θα δημιουργήσει ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις τράπεζες.

Η αναβάθμιση των συστημάτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι εξίσου σημαντική. Σε συνεργασία με τις τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ΣΕΒ θα μπορούσε να προωθήσει πιο εξελιγμένα συστήματα που λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως η καινοτομία και η εξωστρέφεια.

Παράλληλα, η αξιοποίηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων αποτελεί άλλη μια ευκαιρία. Ο ΣΕΒ χρειάζεται να εντείνει την προσπάθεια για καλύτερη αξιοποίηση των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Τέλος, η μείωση της γραφειοκρατίας, η απλοποίηση της φορολογίας και η ψηφιοποίηση των διαδικασιών μπορεί να μειώσει το κόστος τόσο για τις τράπεζες όσο και για τις επιχειρήσεις, επιτρέποντας πιο ανταγωνιστική τιμολόγηση.

Συλλογική προσπάθεια με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον

Η μείωση του κόστους δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Η κυβέρνηση, οι τράπεζες, οι επιχειρηματικοί φορείς και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί οφείλουν να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ο ΣΕΒ ως εκπρόσωπος της επιχειρηματικής κοινότητας, έχει την υποχρέωση να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις και να πιέσει προς την κατεύθυνση της εξάλειψης αυτού του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος. Όσο οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να δανείζονται ακριβότερα, τόσο θα υστερούν στο διεθνή ανταγωνισμό. Και όπως όλοι γνωρίζουμε καλά, η ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με την ανταγωνιστικότητα.

Έχει σημάνει η ώρα για δράση. Το μέλλον της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται μεταξύ άλλων, και από την ικανότητά μας να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά αυτό το διαρθρωτικό πρόβλημα.

Ιουλία Τσέτη
Linked In

© 2024 ΙΟΥΛΙΑ ΤΣΕΤΗ